WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
come down on [sb] vi phrasal + prep | figurative, informal (punish) (λόγια) | επιπλήττω ρ μ |
| (αργκό, μεταφορικά) | κράζω ρ μ |
| (αργκό, μτφ, προσβλητικό) | ξεχέζω ρ μ |
| (επιβολή ποινής) | τιμωρώ ρ μ |
| The teacher came down on him for his repeated absence. |
| Η δασκάλα τον τιμώρησε επειδή απουσίαζε επανειλημμένα. |
come down on [sb/sth] vi phrasal + prep | (collapse) | πέφτω πάνω σε κτ έκφρ |
| (καθομιλουμένη) | κτ μου έρχεται στο κεφάλι έκφρ |
| The bedroom ceiling came down on us during the hurricane. |
| Η οροφή του υπνοδωματίου έπεσε πάνω μας κατά τη διάρκεια του τυφώνα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: